-
1 αναστεφω
1) увенчивать, венчать(τὸν κρᾶτά τινος Eur.; τοὺς νικῶντας σελίνοις Plut.)
2) увивать, обвивать(τὰς θύρας δάφνη Plut.)
κλάδος ἐλαίας ἐρίῳ ἀνεστεμμένος Plut. — масличная ветвь, перевитая шерстью
1 αναστεφω
(τὸν κρᾶτά τινος Eur.; τοὺς νικῶντας σελίνοις Plut.)
(τὰς θύρας δάφνη Plut.)